- ελούβιο
- Γεωλογικός σχηματισμός από κομμάτια πετρωμάτων, που κατά την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων παρέμειναν στην ίδια θέση ή κύλησαν πάνω σε πλαγιές σε μικρή απόσταση, σε αντίθεση με το αλλούβιο, τα κομμάτια του οποίου μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερες αποστάσεις με την επίδραση του νερού. Το ε. διακρίνεται σε ορθοελούβιο από κρυσταλλικά (εκρηξιγενή μεταμορφωμένα) πετρώματα, σε μεταελούβιο από συμπαγή ιζηματογενή πετρώματα και σε νεοελούβιο από τις νεότερες σαθρές αποθέσεις. Ένα ε. μπορεί να αποτελεί εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα, γιατί δεν απαιτούνται έξοδα θρυμματισμού για την εκμετάλλευσή του.
* * *τοεπιφανειακό πρόσχωμα που παραμένει στην αρχική θέση όπου δημιουργήθηκε από αποσάθρωση.
Dictionary of Greek. 2013.