ελούβιο

ελούβιο
Γεωλογικός σχηματισμός από κομμάτια πετρωμάτων, που κατά την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων παρέμειναν στην ίδια θέση ή κύλησαν πάνω σε πλαγιές σε μικρή απόσταση, σε αντίθεση με το αλλούβιο, τα κομμάτια του οποίου μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερες αποστάσεις με την επίδραση του νερού. Το ε. διακρίνεται σε ορθοελούβιο από κρυσταλλικά (εκρηξιγενή μεταμορφωμένα) πετρώματα, σε μεταελούβιο από συμπαγή ιζηματογενή πετρώματα και σε νεοελούβιο από τις νεότερες σαθρές αποθέσεις. Ένα ε. μπορεί να αποτελεί εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα, γιατί δεν απαιτούνται έξοδα θρυμματισμού για την εκμετάλλευσή του.
* * *
το
επιφανειακό πρόσχωμα που παραμένει στην αρχική θέση όπου δημιουργήθηκε από αποσάθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”